ῥυπαρογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(6_17)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῠπᾰρογράφος''': -ον, ζωγραφῶν ῥυπαρὰ ἢ ἀνάξια λόγου πράγματα, Πλίν. 35. 37· πρβλ. [[ῥωπογράφος]].
|lstext='''ῥῠπᾰρογράφος''': -ον, ζωγραφῶν ῥυπαρὰ ἢ ἀνάξια λόγου πράγματα, Πλίν. 35. 37· πρβλ. [[ῥωπογράφος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ῥυπαρογράφος]], ὁ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγγραφέας]] ρυπαρογραφημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζωγράφος]] ποταπών και μηδαμινών πραγμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥυπαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠπᾰρογράφος Medium diacritics: ῥυπαρογράφος Low diacritics: ρυπαρογράφος Capitals: ΡΥΠΑΡΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: rhyparográphos Transliteration B: rhyparographos Transliteration C: ryparografos Beta Code: r(uparogra/fos

English (LSJ)

[γρᾰ], ον,

   A painting sordid subjects, Plin.HN35.112; cf. ῥωπογράφος.

German (Pape)

[Seite 852] schmutzige Gegenstände malend, Schmutzmaler, auch ῥυπογράφος geschrieben, wie Plin. H. N. 35, 37, wo ῥωπογράφος, rhopographus, richtiger zu lesen ist, s. unten.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπᾰρογράφος: -ον, ζωγραφῶν ῥυπαρὰ ἢ ἀνάξια λόγου πράγματα, Πλίν. 35. 37· πρβλ. ῥωπογράφος.

Greek Monolingual

ο, η / ῥυπαρογράφος, ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
συγγραφέας ρυπαρογραφημάτων
αρχ.
ζωγράφος ποταπών και μηδαμινών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -γράφος].