ῥύπα: Difference between revisions

From LSJ
(6_21)
(36)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥύπα''': τά, ἑτερόκλ. πληθ. τοῦ [[ῥύπος]], ὃ ἴδε, αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] πλῦνάν τε καὶ κάθηραν [[ῥύπα]] πάντα Ὀδ. Ζ. 93.
|lstext='''ῥύπα''': τά, ἑτερόκλ. πληθ. τοῦ [[ῥύπος]], ὃ ἴδε, αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] πλῦνάν τε καὶ κάθηραν [[ῥύπα]] πάντα Ὀδ. Ζ. 93.
}}
{{grml
|mltxt=τὰ, Α<br />([[ετερόκλιτος]] τ. πληθ.) <b>βλ.</b> [[ρύπος]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 852] τά, heterogenischer plur. zu ῥύπος, w. m. s., Od. 6, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπα: τά, ἑτερόκλ. πληθ. τοῦ ῥύπος, ὃ ἴδε, αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε καὶ κάθηραν ῥύπα πάντα Ὀδ. Ζ. 93.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(ετερόκλιτος τ. πληθ.) βλ. ρύπος.