σαρκόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(6_18)
(36)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων ῥίζας σαρκώδεις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 1, π. Ὀσμ. 63.
|lstext='''σαρκόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων ῥίζας σαρκώδεις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 1, π. Ὀσμ. 63.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σαρκόρριζος]], -ον, ΝΑ<br />(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>ρριζος</i>, <i>φλοιό</i>-<i>ρριζος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόρριζος Medium diacritics: σαρκόρριζος Low diacritics: σαρκόρριζος Capitals: ΣΑΡΚΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: sarkórrizos Transliteration B: sarkorrizos Transliteration C: sarkorrizos Beta Code: sarko/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with a fleshy root, Thphr.HP7.12.1, Od.63.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόρριζος: -ον, ὁ ἔχων ῥίζας σαρκώδεις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 1, π. Ὀσμ. 63.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαρκόρριζος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος, φλοιό-ρριζος].