σεισόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6_18)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεισόλοφος''': -ον, ὁ σείων τόν λόφον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[τινακτοπήληξ]].
|lstext='''σεισόλοφος''': -ον, ὁ σείων τόν λόφον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[τινακτοπήληξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σείει το [[λοφίο]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σεισ</i>- του [[σείω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>γεώ</i>-<i>λοφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεισόλοφος Medium diacritics: σεισόλοφος Low diacritics: σεισόλοφος Capitals: ΣΕΙΣΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: seisólophos Transliteration B: seisolophos Transliteration C: seisolofos Beta Code: seiso/lofos

English (LSJ)

ον,

   A shaking the crest, Hsch. s.v. τινακτοπήληξ.

German (Pape)

[Seite 869] Erkl. von τινακτοπήληξ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σεισόλοφος: -ον, ὁ σείων τόν λόφον, Ἡσύχ. ἐν λ. τινακτοπήληξ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σείει το λοφίο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + -λοφος (< λόφος), πρβλ. γεώ-λοφος].