σεληνόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(6_16)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεληνόβλητος''': -ον, βεβλημένος ὑπὸ τῆς σελήνης, [[ἐπιληπτικός]], σεληνιαζόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398.
|lstext='''σεληνόβλητος''': -ον, βεβλημένος ὑπὸ τῆς σελήνης, [[ἐπιληπτικός]], σεληνιαζόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[σεληνόπληκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πετρό</i>-<i>βλητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνόβλητος Medium diacritics: σεληνόβλητος Low diacritics: σεληνόβλητος Capitals: ΣΕΛΗΝΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: selēnóblētos Transliteration B: selēnoblētos Transliteration C: selinovlitos Beta Code: selhno/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A moonstruck, epileptic, Sch.Ar.Nu.397.

German (Pape)

[Seite 870] vom Monde getroffen, d. i. mondsüchtig, Schol. Ar. Nubb. 397.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνόβλητος: -ον, βεβλημένος ὑπὸ τῆς σελήνης, ἐπιληπτικός, σεληνιαζόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398.

Greek Monolingual

-ον, Α
σεληνόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. πετρό-βλητος].