σιδηρίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_6) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρίζω''': εἶμαι [[ὅμοιος]] σιδήρῳ, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Γαλην.· ἐπὶ σιδηρούχων λουτρῶν, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 279 Matth. | |lstext='''σῐδηρίζω''': εἶμαι [[ὅμοιος]] σιδήρῳ, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Γαλην.· ἐπὶ σιδηρούχων λουτρῶν, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 279 Matth. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[σίδηρος]]<br />(για μαγνήτη) [[είμαι]] όμοιος με σίδηρο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be like iron, of the magnet, Gal.11.612; of chalybeate baths, etc., Antyll. ap. Orib. 10.3.1, Paul.Aeg.1.52, 6.21.
German (Pape)
[Seite 879] 1) die Härte, Farbe des Eisens haben, Paul. Aeg. – 2) eisenartig, eisenhaltig sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρίζω: εἶμαι ὅμοιος σιδήρῳ, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Γαλην.· ἐπὶ σιδηρούχων λουτρῶν, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 279 Matth.