σιδηροβόρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_16) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιδηροβόρος''': -ον, = σιδηροβορώς, σ. [[σίδηρος]], [[ῥίνη]], [[ῥινίον]], Ὀππ. Κυν. 2. 174. | |lstext='''σιδηροβόρος''': -ον, = σιδηροβορώς, σ. [[σίδηρος]], [[ῥίνη]], [[ῥινίον]], Ὀππ. Κυν. 2. 174. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[σιδηροβόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και [[σιδηροβόρος]] Ν<br />αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,= σιδηροβρώς, σ. σίδηρος
A a file, Opp.C.2.174.
German (Pape)
[Seite 879] = σιδηροβρώς, Opp. Cyn. 2, 174.
Greek (Liddell-Scott)
σιδηροβόρος: -ον, = σιδηροβορώς, σ. σίδηρος, ῥίνη, ῥινίον, Ὀππ. Κυν. 2. 174.
Greek Monolingual
-α, -ο / σιδηροβόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σιδηροβόρος Ν
αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].