σίσυρνος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(6_4)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίσυρνος''': «οὕτω καλεῖταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων» Ἡσύχ.
|lstext='''σίσυρνος''': «οὕτω καλεῖταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σίσυρος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σισύρα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οὕτω καλεῑταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένοι τ. τών [[σίσυρνα]] / [[σισύρα]] [[κατά]] τα αρσ.].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, = σίσυρνα, σισύρα. Auch ein wundärztlicher Verband, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σίσυρνος: «οὕτω καλεῖταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και σίσυρος, ὁ, Α
1. σισύρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «οὕτω καλεῑταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένοι τ. τών σίσυρνα / σισύρα κατά τα αρσ.].