σκαφετός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_14)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰφετός''': ὁ, [[σκάπετος]], Γλωσσ.
|lstext='''σκᾰφετός''': ὁ, [[σκάπετος]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[σκαφή]], το [[σκάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-[[ετός]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφετός Medium diacritics: σκαφετός Low diacritics: σκαφετός Capitals: ΣΚΑΦΕΤΟΣ
Transliteration A: skaphetós Transliteration B: skaphetos Transliteration C: skafetos Beta Code: skafeto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A hoeing, Gloss.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, = σκάπετος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφετός: ὁ, σκάπετος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η σκαφή, το σκάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα -ετός (πρβλ. παγ-ετός)].