σκίναρ: Difference between revisions

From LSJ
(6_3)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκίνᾰρ''': [ῐ], -ᾰρος, τό, τὸ [[σῶμα]], Νικ. Θηρ. 694· πρβλ. [[σκῆνος]] ΙΙ.
|lstext='''σκίνᾰρ''': [ῐ], -ᾰρος, τό, τὸ [[σῶμα]], Νικ. Θηρ. 694· πρβλ. [[σκῆνος]] ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=-αρος, τὸ, Α<br />το [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. που συνδέεται πιθ. με τα [[σκῆνος]] / [[σκηνή]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίνᾰρ Medium diacritics: σκίναρ Low diacritics: σκίναρ Capitals: ΣΚΙΝΑΡ
Transliteration A: skínar Transliteration B: skinar Transliteration C: skinar Beta Code: ski/nar

English (LSJ)

[ῐ], ᾰρος, τό,

   A body, Nic.Th.694; cf. σκῆνος 11.

German (Pape)

[Seite 899] αρος, τό, der Leib, Nic. Th. 694, wie σκῆνος.

Greek (Liddell-Scott)

σκίνᾰρ: [ῐ], -ᾰρος, τό, τὸ σῶμα, Νικ. Θηρ. 694· πρβλ. σκῆνος ΙΙ.

Greek Monolingual

-αρος, τὸ, Α
το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. που συνδέεται πιθ. με τα σκῆνος / σκηνή.