σκοῖπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
(6_14)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοῖπος''': ὁ, «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων ἐφ’ ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι» Ἡσύχ.
|lstext='''σκοῖπος''': ὁ, «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων ἐφ’ ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων, ἐφ' ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σκίπων]] (<b>πρβλ.</b> [[σκιά]]: [[σκοιός]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοῖπος Medium diacritics: σκοῖπος Low diacritics: σκοίπος Capitals: ΣΚΟΙΠΟΣ
Transliteration A: skoîpos Transliteration B: skoipos Transliteration C: skoipos Beta Code: skoi=pos

English (LSJ)

ὁ,

   A wall-plate of a building, Hsch. σκοίψ· ψώρα, Id. σκόλακες, οἱ, (σκολιός) in Lat. form scolaces, = funalia, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σκοῖπος: ὁ, «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων ἐφ’ ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων, ἐφ' ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων (πρβλ. σκιά: σκοιός)].