σκοῖπος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοῖπος Medium diacritics: σκοῖπος Low diacritics: σκοίπος Capitals: ΣΚΟΙΠΟΣ
Transliteration A: skoîpos Transliteration B: skoipos Transliteration C: skoipos Beta Code: skoi=pos

English (LSJ)

ὁ, wall-plate of a building, Hsch. σκοίψ· ψώρα, Id. σκόλακες, οἱ, (σκολιός) in Lat. form scolaces, = funalia, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σκοῖπος: ὁ, «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων ἐφ’ ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων, ἐφ' ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων (πρβλ. σκιά: σκοιός)].

Frisk Etymological English

See also: s. σκίπων.

Frisk Etymology German

σκοῖπος: {skoĩpos}
See also: s. σκίπων.
Page 2,735