σκότιον: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
(6_21)
(37)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκότιον''': τό, = [[σκότος]], Χρησμ. Σιβυλλ. 14. 6, [[ἔνθα]] ὁ Δινδ. σκοτίην.
|lstext='''σκότιον''': τό, = [[σκότος]], Χρησμ. Σιβυλλ. 14. 6, [[ἔνθα]] ὁ Δινδ. σκοτίην.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκότιος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 905] τό, = σκότος, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

σκότιον: τό, = σκότος, Χρησμ. Σιβυλλ. 14. 6, ἔνθα ὁ Δινδ. σκοτίην.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σκότιος.