σκότιον

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source

German (Pape)

[Seite 905] τό, = σκότος, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

σκότιον: τό, = σκότος, Χρησμ. Σιβυλλ. 14. 6, ἔνθα ὁ Δινδ. σκοτίην.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σκότιος.