σοφοποιός: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(6_18)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τινα σοφόν, -[[ποιέω]], -[[ποίησις]] καὶ -ποιία, ἡ, ἀπαντῶσι παρὰ τῷ Διον. Ἀρεοπ.
|lstext='''σοφοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τινα σοφόν, -[[ποιέω]], -[[ποίησις]] καὶ -ποιία, ἡ, ἀπαντῶσι παρὰ τῷ Διον. Ἀρεοπ.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που καθιστά κάποιον σοφό, ο [[δάσκαλος]] της σοφίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοφός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σοφοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τινα σοφόν, -ποιέω, -ποίησις καὶ -ποιία, ἡ, ἀπαντῶσι παρὰ τῷ Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που καθιστά κάποιον σοφό, ο δάσκαλος της σοφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -ποιός].