σπέργδην: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_6)
(38)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπέργδην''': Ἐπίρρ. ([[σπέρχω]]) [[μετὰ]] σπουδῆς, βιαστικά, «ἐρρωμένως» Ἡσύχ.
|lstext='''σπέργδην''': Ἐπίρρ. ([[σπέρχω]]) [[μετὰ]] σπουδῆς, βιαστικά, «ἐρρωμένως» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> βιαστικά, [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i> «βιάζομαι, κινούμαι οργισμένος» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μίγ</i>-<i>δην</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 919] mit Eile, heftig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπέργδην: Ἐπίρρ. (σπέρχω) μετὰ σπουδῆς, βιαστικά, «ἐρρωμένως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βιαστικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «βιάζομαι, κινούμαι οργισμένος» + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].