σπινίδιον: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(6_3)
(38)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπῐνίδιον''': [ῐδ], τό, ὑποκορ. οῦ [[σπίνος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 7· [[ὡσαύτως]] σπινίον, τό, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14.
|lstext='''σπῐνίδιον''': [ῐδ], τό, ὑποκορ. οῦ [[σπίνος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 7· [[ὡσαύτως]] σπινίον, τό, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σπίνος]]<br />[[μικρός]] [[σπίνος]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 922] τό, dim. von σπίνος, Vögelchen oder Finkchen, Ar. frg. 344, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐνίδιον: [ῐδ], τό, ὑποκορ. οῦ σπίνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 7· ὡσαύτως σπινίον, τό, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14.

Greek Monolingual

τὸ, Α σπίνος
μικρός σπίνος.