σταυροχαρής: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_7)
 
(38)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σταυροχᾰρής''': -ές, ([[χαρῆναι]]) ὁ χαίρων διὰ τὸν σταυρόν, ἀγαπῶν τὸν σταυρόν, Εὐδοκία.
|lstext='''σταυροχᾰρής''': -ές, ([[χαρῆναι]]) ὁ χαίρων διὰ τὸν σταυρόν, ἀγαπῶν τὸν σταυρόν, Εὐδοκία.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που αγαπάει τον σταυρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολεμο</i>-<i>χαρής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σταυροχᾰρής: -ές, (χαρῆναι) ὁ χαίρων διὰ τὸν σταυρόν, ἀγαπῶν τὸν σταυρόν, Εὐδοκία.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που αγαπάει τον σταυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. πολεμο-χαρής].