στερεοβόας: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6_19)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερεοβόας''': -ου, ὁ, ὁ ἰσχυρῶς βοῶν, [[μεγαλόφωνος]], Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1046.
|lstext='''στερεοβόας''': -ου, ὁ, ὁ ἰσχυρῶς βοῶν, [[μεγαλόφωνος]], Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1046.
}}
{{grml
|mltxt=και [[στερροβόας]], ὁ, Α<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] / [[στερρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-[[βόας]]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεοβόας Medium diacritics: στερεοβόας Low diacritics: στερεοβόας Capitals: ΣΤΕΡΕΟΒΟΑΣ
Transliteration A: stereobóas Transliteration B: stereoboas Transliteration C: stereovoas Beta Code: stereobo/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A gloss on χαλκοβόας, Sch.S.OC1046.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοβόας: -ου, ὁ, ὁ ἰσχυρῶς βοῶν, μεγαλόφωνος, Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1046.

Greek Monolingual

και στερροβόας, ὁ, Α
αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο-βόας].