στεφών: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(6_3) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεφών''': «[[ὑψηλός]], [[ἀπόκρημνος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''στεφών''': «[[ὑψηλός]], [[ἀπόκρημνος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[ὑψηλός]], [[ἀπόκρημνος]]»<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[κορυφή]] βουνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταφ</i>-<i>ών</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ὑψηλός, ἀπόκρημνος, Hsch.: as Subst.,
A summit of range of hills, ὡς ὁ σ. περιφέρει κύκλῳ Schwyzer 709.8 (Ephesus, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
στεφών: «ὑψηλός, ἀπόκρημνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «ὑψηλός, ἀπόκρημνος»
2. ως ουσ. κορυφή βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ών (πρβλ. ταφ-ών)].