στηλοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(6_3)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στηλοβάτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ ἀναβαίνων ἐπὶ στήλης, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 330.
|lstext='''στηλοβάτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ ἀναβαίνων ἐπὶ στήλης, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 330.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που ανεβαίνει σε [[στήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στήλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ορει</i>-[[βάτης]], <i>στυλο</i>-[[βάτης]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλοβάτης Medium diacritics: στηλοβάτης Low diacritics: στηλοβάτης Capitals: ΣΤΗΛΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: stēlobátēs Transliteration B: stēlobatēs Transliteration C: stilovatis Beta Code: sthloba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,= foreg.11, Tz.H.9.330.

Greek (Liddell-Scott)

στηλοβάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ ἀναβαίνων ἐπὶ στήλης, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 330.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που ανεβαίνει σε στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης, στυλο-βάτης.