στράπτω: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=éclairer, lancer des éclairs.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστράπτω]]. | |btext=éclairer, lancer des éclairs.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστράπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[ἀστράπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀστράπτω]], [[χωρίς]] προθεματικό <i>ἀ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀστεροπή]]: [[στεροπή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
rarer and later for ἀστράπτω,
A lighten, flash, S.OC1515, A.R.1.544; metaph., νοεραῖς σ. τομαῖς Dam.Pr.122. 2 c. acc. cogn., αἴγλην Orph.H.19.2; μαρμαρυγήν Opp.C.3.349.
German (Pape)
[Seite 950] = ἀστράπτω, blitzen, Soph. O. C. 1511 u. einzeln bei, sp. D., wie Ap. Rh. 1, 544.
Greek (Liddell-Scott)
στράπτω: μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ ἀστράπτω, Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ αὐτόθι 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.
French (Bailly abrégé)
éclairer, lancer des éclairs.
Étymologie: cf. ἀστράπτω.
Greek Monolingual
Α
ἀστράπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀστράπτω, χωρίς προθεματικό ἀ- (πρβλ. ἀστεροπή: στεροπή)].