συγκοίμηση: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[συγκοίμησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συγκοιμῶμαι]]<br />το να κοιμάται [[κανείς]] στο ίδιο [[κρεβάτι]] ή στο ίδιο [[δωμάτιο]] με άλλον. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[συγκοίμησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συγκοιμῶμαι]]<br />το να κοιμάται [[κανείς]] στο ίδιο [[κρεβάτι]] ή στο ίδιο [[δωμάτιο]] με άλλον. | |mltxt=η / [[συγκοίμησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συγκοιμῶμαι]]<br />το να κοιμάται [[κανείς]] στο ίδιο [[κρεβάτι]] ή στο ίδιο [[δωμάτιο]] με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
η / συγκοίμησις, -ήσεως, ΝΑ συγκοιμῶμαι
το να κοιμάται κανείς στο ίδιο κρεβάτι ή στο ίδιο δωμάτιο με άλλον.
Greek Monolingual
η / συγκοίμησις, -ήσεως, ΝΑ συγκοιμῶμαι
το να κοιμάται κανείς στο ίδιο κρεβάτι ή στο ίδιο δωμάτιο με άλλον.