σύγκοπος: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγκοπος''': -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων [[κάτω]] ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57. | |lstext='''σύγκοπος''': -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων [[κάτω]] ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[συγκόπτω]]<br />αυτός που πέφτει [[κάτω]] εξαιτίας συγκοπής. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[συγκόπτω]]<br />αυτός που πέφτει [[κάτω]] εξαιτίας συγκοπής. | |mltxt=-ον, Α [[συγκόπτω]]<br />αυτός που πέφτει [[κάτω]] εξαιτίας συγκοπής. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (
A συγκοπή 111) falling down in a swoon, D.S. 3.57.
German (Pape)
[Seite 969] von Menschen, die plötzlich entkräftet niederstürzen und wie zerschlagen sind, D. Sic. 3, 57.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκοπος: -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων κάτω ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57.
Greek Monolingual
-ον, Α συγκόπτω
αυτός που πέφτει κάτω εξαιτίας συγκοπής.