συγκινώ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=συγκινῶ, -έω, ΝΑ [[κινῶ]]<br />[[ταράζω]] κάποιον ψυχικά, [[διεγείρω]] τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, [[προξενώ]] [[συναίσθημα]] λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνταράσσω]] («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] ένα [[μίγμα]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συγκινῶ, -έω, ΝΑ [[κινῶ]]<br />[[ταράζω]] κάποιον ψυχικά, [[διεγείρω]] τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, [[προξενώ]] [[συναίσθημα]] λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνταράσσω]] («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] ένα [[μίγμα]]. | |mltxt=συγκινῶ, -έω, ΝΑ [[κινῶ]]<br />[[ταράζω]] κάποιον ψυχικά, [[διεγείρω]] τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, [[προξενώ]] [[συναίσθημα]] λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνταράσσω]] («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] ένα [[μίγμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
συγκινῶ, -έω, ΝΑ κινῶ
ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)
αρχ.
1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)
2. ανακινώ, αναταράσσω ένα μίγμα.
Greek Monolingual
συγκινῶ, -έω, ΝΑ κινῶ
ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)
αρχ.
1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)
2. ανακινώ, αναταράσσω ένα μίγμα.