συλλέκτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν [[συλλέγω]]<br />αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («[[συλλέκτης]] οἴνου», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «[[συλλέκτης]] γραμματοσήμων» β. «[[συλλέκτης]] ζωγραφικών πινάκων»)<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύστημα]] αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων [[μεταξύ]] τους, [[αλλά]] συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης [[πάνω]] στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος<br /><b>3.</b> <b>(ηλεκτρον.)</b> ακραία [[περιοχή]] [[τρανζίστορ]] διαμορφούμενη με κατάλληλη [[προσθήκη]] ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή [[πυρίτιο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλιακός]] [[συλλέκτης]]»<br /><b>τεχνολ.</b> σταθερή ή κινητή [[κατασκευή]], ο [[προορισμός]] της οποίας έγκειται στην [[απορρόφηση]] του μέγιστου δυνατού ποσοστού της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε [[θερμότητα]] ή σε ηλεκτρισμό.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν [[συλλέγω]]<br />αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («[[συλλέκτης]] οἴνου», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «[[συλλέκτης]] γραμματοσήμων» β. «[[συλλέκτης]] ζωγραφικών πινάκων»)<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύστημα]] αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων [[μεταξύ]] τους, [[αλλά]] συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης [[πάνω]] στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος<br /><b>3.</b> <b>(ηλεκτρον.)</b> ακραία [[περιοχή]] [[τρανζίστορ]] διαμορφούμενη με κατάλληλη [[προσθήκη]] ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή [[πυρίτιο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλιακός]] [[συλλέκτης]]»<br /><b>τεχνολ.</b> σταθερή ή κινητή [[κατασκευή]], ο [[προορισμός]] της οποίας έγκειται στην [[απορρόφηση]] του μέγιστου δυνατού ποσοστού της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε [[θερμότητα]] ή σε ηλεκτρισμό.
|mltxt=ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν [[συλλέγω]]<br />αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («[[συλλέκτης]] οἴνου», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «[[συλλέκτης]] γραμματοσήμων» β. «[[συλλέκτης]] ζωγραφικών πινάκων»)<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύστημα]] αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων [[μεταξύ]] τους, [[αλλά]] συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης [[πάνω]] στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος<br /><b>3.</b> <b>(ηλεκτρον.)</b> ακραία [[περιοχή]] [[τρανζίστορ]] διαμορφούμενη με κατάλληλη [[προσθήκη]] ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή [[πυρίτιο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλιακός]] [[συλλέκτης]]»<br /><b>τεχνολ.</b> σταθερή ή κινητή [[κατασκευή]], ο [[προορισμός]] της οποίας έγκειται στην [[απορρόφηση]] του μέγιστου δυνατού ποσοστού της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε [[θερμότητα]] ή σε ηλεκτρισμό.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν συλλέγω
αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («συλλέκτης οἴνου», πάπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «συλλέκτης γραμματοσήμων» β. «συλλέκτης ζωγραφικών πινάκων»)
2. (ηλεκτρολ.) σύστημα αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων μεταξύ τους, αλλά συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης πάνω στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος
3. (ηλεκτρον.) ακραία περιοχή τρανζίστορ διαμορφούμενη με κατάλληλη προσθήκη ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή πυρίτιο
4. φρ. «ηλιακός συλλέκτης»
τεχνολ. σταθερή ή κινητή κατασκευή, ο προορισμός της οποίας έγκειται στην απορρόφηση του μέγιστου δυνατού ποσοστού της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε θερμότητα ή σε ηλεκτρισμό.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν συλλέγω
αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («συλλέκτης οἴνου», πάπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «συλλέκτης γραμματοσήμων» β. «συλλέκτης ζωγραφικών πινάκων»)
2. (ηλεκτρολ.) σύστημα αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων μεταξύ τους, αλλά συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης πάνω στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος
3. (ηλεκτρον.) ακραία περιοχή τρανζίστορ διαμορφούμενη με κατάλληλη προσθήκη ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή πυρίτιο
4. φρ. «ηλιακός συλλέκτης»
τεχνολ. σταθερή ή κινητή κατασκευή, ο προορισμός της οποίας έγκειται στην απορρόφηση του μέγιστου δυνατού ποσοστού της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε θερμότητα ή σε ηλεκτρισμό.