απορρόφηση

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η
1. απομύζηση υγρού
2. πλήρης αφοσίωση σε κάτι, το ζωηρό ενδιαφέρον για κάτι
3. «απορρόφηση πιστώσεων, υποψηφίων κ.λπ.» — το να καταναλώνονται όλα τα χρήματα ή να γίνονται δεκτοί όλοι οι υποψήφιοι
4. η λειτουργία που εξασφαλίζει την εισαγωγή των θρεπτικών υλικών στους φυτικούς ή ζωικούς οργανισμούς και τη διοχετεύει σε όλα τα κύτταρα
5. κάθε διεργασία κατά την οποία μια ουσία διεισδύει στο εσωτερικό της άλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στον Φιλολογικό Τηλέγραφο].