σύμμαρτυς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=υρος (ὁ, ἡ)<br />témoin avec d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μάρτυς]].
|btext=υρος (ὁ, ἡ)<br />témoin avec d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μάρτυς]].
}}
{{grml
|mltxt=-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μάρτυρας]] που καταθέτει τα [[ίδια]] με άλλον μάρτυρα<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται τα [[ίδια]] μαρτύρια με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]] «αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]], αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μάρτυρας]] που καταθέτει τα [[ίδια]] με άλλον μάρτυρα<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται τα [[ίδια]] μαρτύρια με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]] «αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]], αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
|mltxt=-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μάρτυρας]] που καταθέτει τα [[ίδια]] με άλλον μάρτυρα<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται τα [[ίδια]] μαρτύρια με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]] «αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]], αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμαρτῠς Medium diacritics: σύμμαρτυς Low diacritics: σύμμαρτυς Capitals: ΣΥΜΜΑΡΤΥΣ
Transliteration A: sýmmartys Transliteration B: symmartys Transliteration C: symmartys Beta Code: su/mmartus

English (LSJ)

ῠρος, ὁ, ἡ,

   A fellow-witness, joint-witness, S.Ant.846 (lyr., pl.), Pl.Ep.311e; τινος of or to a thing, Id.Phlb.12b, cf. CIG3194 (Smyrna).

French (Bailly abrégé)

υρος (ὁ, ἡ)
témoin avec d’autres.
Étymologie: σύν, μάρτυς.

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].