συμπλαστουργός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[συμπλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλαστουργός]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[συμπλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλαστουργός]].
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[συμπλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλαστουργός]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὁ, Μ
συμπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλαστουργός.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
συμπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλαστουργός.