συμπλαστουργός

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

ὁ, Μ
συμπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλαστουργός.