συνδιακυβερνώ: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διακυβερνώ]] [[μαζί]] με άλλον. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διακυβερνώ]] [[μαζί]] με άλλον. | |mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διακυβερνώ]] [[μαζί]] με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 29 September 2017
Greek Monolingual
-άω, ΜΑ
διακυβερνώ μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
-άω, ΜΑ
διακυβερνώ μαζί με άλλον.