συνάρχοντας: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που διοικεί [[μαζί]] με άλλον ή άλλους, [[συγκυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[άρχοντας]]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που διοικεί [[μαζί]] με άλλον ή άλλους, [[συγκυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[άρχοντας]]].
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που διοικεί [[μαζί]] με άλλον ή άλλους, [[συγκυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[άρχοντας]]].
}}
}}

Revision as of 12:38, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που διοικεί μαζί με άλλον ή άλλους, συγκυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + άρχοντας].

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που διοικεί μαζί με άλλον ή άλλους, συγκυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + άρχοντας].