φυγαρσενία: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(6_11) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῡγαρσενία''': ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64. | |lstext='''φῡγαρσενία''': ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. φυγαρσενίη, ἡ, Α<br />το να αποφεύγει [[κανείς]] τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄρσην]], -<i>ενος</i> «[[αρσενικός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. φυγαρσενίη, ἡ,
A shunning of men, Man.4.64.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, die Männerscheu, Maneth. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
φῡγαρσενία: ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φυγαρσενίη, ἡ, Α
το να αποφεύγει κανείς τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω + ἄρσην, -ενος «αρσενικός»].