φλοιορραγής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_7)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλοιορρᾰγής''': -ές, ὁ ἔχων τὸν φλοιὸν διερρωγότα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 15, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 3, Διοσκ. Ι, 12.
|lstext='''φλοιορρᾰγής''': -ές, ὁ ἔχων τὸν φλοιὸν διερρωγότα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 15, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 3, Διοσκ. Ι, 12.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για δένδρα) αυτός που έχει σκασμένο φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραγ</i>- του [[ῥήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πυρι</i>-<i>ρραγής</i>, <i>ψυχο</i>-<i>ρραγής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλοιορρᾰγής Medium diacritics: φλοιορραγής Low diacritics: φλοιορραγής Capitals: ΦΛΟΙΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: phloiorragḗs Transliteration B: phloiorragēs Transliteration C: floiorragis Beta Code: floiorragh/s

English (LSJ)

ές,

   A with the bark or rind burst, Thphr.HP4.15.2, CP3.18.3, Dsc.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

φλοιορρᾰγής: -ές, ὁ ἔχων τὸν φλοιὸν διερρωγότα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 15, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 3, Διοσκ. Ι, 12.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για δένδρα) αυτός που έχει σκασμένο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -ρράγ-ην), πρβλ. πυρι-ρραγής, ψυχο-ρραγής].