φρικνός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
(6_10) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρικνός''': -ή, -όν, = [[φρικαλέος]], «φρικνόν· φρικαλέον, δεινόν, φοβερὸν» Ἡσύχ. | |lstext='''φρικνός''': -ή, -όν, = [[φρικαλέος]], «φρικνόν· φρικαλέον, δεινόν, φοβερὸν» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φρικαλέος]], [[δεινός]], [[φοβερός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρίξ]], <i>φρικός</i> «[[ελαφρά]] [[κύμανση]] υδάτινης επιφάνειας, [[ανατρίχιασμα]], [[ρίγος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τερπ</i>-<i>νός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = φρικαλέος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1306] = φρικαλέος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρικνός: -ή, -όν, = φρικαλέος, «φρικνόν· φρικαλέον, δεινόν, φοβερὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρικαλέος, δεινός, φοβερός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -νός (πρβλ. τερπ-νός)].