συρμαϊσμός: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(6_14) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συρμαϊσμός''': ὁ, ἡ [[χρῆσις]] ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805. | |lstext='''συρμαϊσμός''': ὁ, ἡ [[χρῆσις]] ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συρμαΐζω]]<br />η [[χρησιμοποίηση]] συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χυμός]] του φυτού [[συρμαία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A use of an emetic, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Hp.Art.40, cf. Gal.18(1).484, Ruf. Interrog.70, Ps.-Diocl.ap Paul.Aeg.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
συρμαϊσμός: ὁ, ἡ χρῆσις ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συρμαΐζω
η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου
αρχ.
ο χυμός του φυτού συρμαία.