φαρμακευτής: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(6_19)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμᾰκευτής''': -οῦ, ὁ ἀδόκιμον ἀντὶ [[φαρμακεύς]], Φίλων 1. 449.
|lstext='''φαρμᾰκευτής''': -οῦ, ὁ ἀδόκιμον ἀντὶ [[φαρμακεύς]], Φίλων 1. 449.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[φαρμακεύτρια]], ΝΜΑ [[φαρμακεύω]]<br />αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαρμακοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[τίτλος]] του β' ειδυλλίου του Θεόκριτου.
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκευτής Medium diacritics: φαρμακευτής Low diacritics: φαρμακευτής Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pharmakeutḗs Transliteration B: pharmakeutēs Transliteration C: farmakeftis Beta Code: farmakeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, later form for φαρμακεύς, Ph.1.449, Ptol.Tetr. 161, Vett.Val. 17.10, etc.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, = φαρμακεύς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκευτής: -οῦ, ὁ ἀδόκιμον ἀντὶ φαρμακεύς, Φίλων 1. 449.

Greek Monolingual

ο, θηλ. φαρμακεύτρια, ΝΜΑ φαρμακεύω
αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα
νεοελλ.
φαρμακοποιός
αρχ.
το θηλ. τίτλος του β' ειδυλλίου του Θεόκριτου.