ὑπόβρυχος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(6_16)
(43)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόβρῠχος''': -ον, = τῷ προηγ., Φιλῆς περὶ Ζῴων 2010. ΙΙ. ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ πληθ. [[ὑπόβρυχα]] ὡς ἐπίρρ., ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], τὸν δ’ ἄρ’ [[ὑπόβρυχα]] θῆκε Ὀδ. Ε. 319· [[ὥστε]] Θεσσαλίην... [[ὑπόβρυχα]] γενέσθαι Ἡρόδ. 7. 130· ὑπ. ναυτίλλονται Ἄρατ. 426, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 145, κλπ.
|lstext='''ὑπόβρῠχος''': -ον, = τῷ προηγ., Φιλῆς περὶ Ζῴων 2010. ΙΙ. ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ πληθ. [[ὑπόβρυχα]] ὡς ἐπίρρ., ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], τὸν δ’ ἄρ’ [[ὑπόβρυχα]] θῆκε Ὀδ. Ε. 319· [[ὥστε]] Θεσσαλίην... [[ὑπόβρυχα]] γενέσθαι Ἡρόδ. 7. 130· ὑπ. ναυτίλλονται Ἄρατ. 426, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 145, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[υποβρύχιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[ὑπόβρυχα]]<br />υποβρυχίως, [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βρύχιος]].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1212] = ὑποβρύχιος; dav. bes. ὑπόβρυχα als adv., unter Wasser, untergetaucht, überschwemmt; ὑπόβρυχα θῆκε Od. 5, 319; ὑπόβρυχα γενέσθαι, v. l. ὑποβρυχέα, Her. 7, 130; ναυτίλλονται Arat. Phaen. 426; u. a. sp. D., wie Qu. Sm. 13, 485 u. Opp. öfter. Vgl. übrigens Buttm. Lexil. II p. 126, der ὑπόβρυχα als einen metaplastischen Accusativ zu ὑποβρύχιος, etwa von ὑπόβρυξ, ansieht, was bes. zur hom. Stelle sehr passend ist.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόβρῠχος: -ον, = τῷ προηγ., Φιλῆς περὶ Ζῴων 2010. ΙΙ. ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ πληθ. ὑπόβρυχα ὡς ἐπίρρ., ὑπὸ τὸ ὕδωρ, τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόβρυχα θῆκε Ὀδ. Ε. 319· ὥστε Θεσσαλίην... ὑπόβρυχα γενέσθαι Ἡρόδ. 7. 130· ὑπ. ναυτίλλονται Ἄρατ. 426, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 145, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
υποβρύχιος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόβρυχα
υποβρυχίως, κάτω από την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος.