σφαιριστής: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(6_19) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφαιριστής''': -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα [[τρέφω]] Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β. | |lstext='''σφαιριστής''': -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα [[τρέφω]] Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν [[σφαφίζω]]<br />αυτός που συμμετέχει σε [[παιχνίδι]] που παίζεται με σφαίρες<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[παίκτης]] μπιλιάρδου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A ball-player, Antig.Car. ap. Ath.12.548b, AP5.213 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
σφαιριστής: -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα τρέφω Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν σφαφίζω
αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρες
νεοελλ.
ο παίκτης μπιλιάρδου.