σχημάτιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />figure de danse.<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]].
|btext=ου (τό) :<br />figure de danse.<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σχῆμα]], -<i>ήματος</i>]<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρό [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σχημάτια</i><br />α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες<br />β) σχήματα λόγου.
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτιον Medium diacritics: σχημάτιον Low diacritics: σχημάτιον Capitals: ΣΧΗΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: schēmátion Transliteration B: schēmation Transliteration C: schimation Beta Code: sxhma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σχῆμα: in pl.,

   A the figures of a dance, Λακωνικὰ σχημάτια Hdt.6.129; figures of speech, Longin.17.1.

German (Pape)

[Seite 1055] τό, dim. von σχῆμα, im plur. bes. Tänze, Tanzfiguren, Λακωνικά Her. 6, 129.

Greek (Liddell-Scott)

σχημάτιον: [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ σχῆμα· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
figure de danse.
Étymologie: σχῆμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α σχῆμα, -ήματος]
1. υποκορ. μικρό σχήμα
2. στον πληθ. τὰ σχημάτια
α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες
β) σχήματα λόγου.