φιλοζωία: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_11)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοζωία''': ἡ, ὡς τὸ [[φιλοψυχία]], ἡ πρὸς τὴν ζωὴν [[ἀγάπη]], ἐπὶ ταπεινῆς καὶ ἀνάνδρου ζωῆς, διὰ φιλοζωίαν Πολύβ. 15. 10, 5· διὰ τῆς συγγενοῦς φ. Διόδωρ. 2. 50· ὑπὸ τῆς φ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 19· τὸν ἔνδοξον θάνατον τῆς ἀγεννοῦς φ. ἀλλάξασθαι Διόδ. 17. 84.
|lstext='''φῐλοζωία''': ἡ, ὡς τὸ [[φιλοψυχία]], ἡ πρὸς τὴν ζωὴν [[ἀγάπη]], ἐπὶ ταπεινῆς καὶ ἀνάνδρου ζωῆς, διὰ φιλοζωίαν Πολύβ. 15. 10, 5· διὰ τῆς συγγενοῦς φ. Διόδωρ. 2. 50· ὑπὸ τῆς φ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 19· τὸν ἔνδοξον θάνατον τῆς ἀγεννοῦς φ. ἀλλάξασθαι Διόδ. 17. 84.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλόζωος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> υπερβολική [[αγάπη]] για τη ζωή<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[δειλία]] ή [[μαλθακότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:44, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοζωία: ἡ, ὡς τὸ φιλοψυχία, ἡ πρὸς τὴν ζωὴν ἀγάπη, ἐπὶ ταπεινῆς καὶ ἀνάνδρου ζωῆς, διὰ φιλοζωίαν Πολύβ. 15. 10, 5· διὰ τῆς συγγενοῦς φ. Διόδωρ. 2. 50· ὑπὸ τῆς φ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 19· τὸν ἔνδοξον θάνατον τῆς ἀγεννοῦς φ. ἀλλάξασθαι Διόδ. 17. 84.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόζωος (Ι)]
1. υπερβολική αγάπη για τη ζωή
2. συνεκδ. δειλία ή μαλθακότητα.