τριοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(6_17)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριοῦχος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ἢ [[τρία]], Δαμάσκ. ἐν τοῖς Βεκκήρ. Ἀνεκδότ. σ. 1425.
|lstext='''τριοῦχος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ἢ [[τρία]], Δαμάσκ. ἐν τοῖς Βεκκήρ. Ἀνεκδότ. σ. 1425.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] μονάδες, [[τρία]] μέρη, [[τρία]] συστατικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐοῦχος Medium diacritics: τριοῦχος Low diacritics: τριούχος Capitals: ΤΡΙΟΥΧΟΣ
Transliteration A: trioûchos Transliteration B: triouchos Transliteration C: trioychos Beta Code: triou=xos

English (LSJ)

ον,

   A containing three or the τριάς, μονάς Procl. ap. Lyd. Mens.2.6, cf. Dam.Pr.117.

Greek (Liddell-Scott)

τριοῦχος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖςτρία, Δαμάσκ. ἐν τοῖς Βεκκήρ. Ἀνεκδότ. σ. 1425.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τρεις μονάδες, τρία μέρη, τρία συστατικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -οῦχος].