τριοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(6_17) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριοῦχος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ἢ [[τρία]], Δαμάσκ. ἐν τοῖς Βεκκήρ. Ἀνεκδότ. σ. 1425. | |lstext='''τριοῦχος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ἢ [[τρία]], Δαμάσκ. ἐν τοῖς Βεκκήρ. Ἀνεκδότ. σ. 1425. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] μονάδες, [[τρία]] μέρη, [[τρία]] συστατικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A containing three or the τριάς, μονάς Procl. ap. Lyd. Mens.2.6, cf. Dam.Pr.117.
Greek (Liddell-Scott)
τριοῦχος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ἢ τρία, Δαμάσκ. ἐν τοῖς Βεκκήρ. Ἀνεκδότ. σ. 1425.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τρεις μονάδες, τρία μέρη, τρία συστατικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -οῦχος].