Συρακόσιος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(SL_2)
(40)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Σῠρᾱκόσιος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ [[πάρεστι]] Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)
|sltr=<b>Σῠρᾱκόσιος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ [[πάρεστι]] Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[Συρακόσιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> <i>Συρακουσιος</i>.
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

α, ον :
dor. et anc. att.
de Syracuse ; ἡ Συρακοσία le territoire de Syracuse.
Étymologie: Συράκουσαι.

English (Slater)

Σῠρᾱκόσιος
   1 Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)

Greek Monolingual

-α, -ο / Συρακόσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
βλ. Συρακουσιος.