χεσᾶς: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_4) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χεσᾶς''': ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[διάρροια]] πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12. | |lstext='''χεσᾶς''': ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[διάρροια]] πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ᾱντος, ὁ, Α<br />[[χεζάς]], [[χέστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χεσ</i>- του αορ. <i>ἔ</i>-<i>χεσ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χέζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> <i>φαγ</i>-<i>ᾶς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ,
A = χεζητιῶν, Poll.5.91, Sch.Ar.Av.791, Suid.
German (Pape)
[Seite 1351] ᾶντος, ὁ, der Scheißer; Schol. Ar. Av. 790; Poll. 5, 91.
Greek (Liddell-Scott)
χεσᾶς: ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ διάρροια πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, Πολυδ. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12.
Greek Monolingual
-ᾱντος, ὁ, Α
χεζάς, χέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- του αορ. ἔ-χεσ-α του ρ. χέζω + κατάλ. -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. φαγ-ᾶς)].