φαρμακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(6_12) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαρμακτήρ''': ῆρος, ὁ, = [[φαρμακεύς]], Πέρσαι φαρμακτῆρες ὀλέθρια μητίσαντο Ὀππ. Ἁλ. 2. 483. | |lstext='''φαρμακτήρ''': ῆρος, ὁ, = [[φαρμακεύς]], Πέρσαι φαρμακτῆρες ὀλέθρια μητίσαντο Ὀππ. Ἁλ. 2. 483. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />[[δηλητηριαστής]], [[φαρμακεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμάσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φυλακ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = φαρμακεύς, Opp.H.2.483.
German (Pape)
[Seite 1257] ῆρος, ὁ, = φαρμακεύς, Opp. Hal. 2, 483.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμακτήρ: ῆρος, ὁ, = φαρμακεύς, Πέρσαι φαρμακτῆρες ὀλέθρια μητίσαντο Ὀππ. Ἁλ. 2. 483.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
δηλητηριαστής, φαρμακεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα -τήρ (πρβλ. φυλακ-τήρ)].