χαμαίκισσος: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
(6_14) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαίκισσος''': ὁ, [[κισσός]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἐξαπλούμενος, Διοσκ. 4. 126, Πλίν. 16. 62, κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] κυκλαμίνου ὁ αὐτ. 25. 69. | |lstext='''χᾰμαίκισσος''': ὁ, [[κισσός]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἐξαπλούμενος, Διοσκ. 4. 126, Πλίν. 16. 62, κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] κυκλαμίνου ὁ αὐτ. 25. 69. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>βοτ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] κισσού που απλώνεται στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κυκλάμινου<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[γλήχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κισσός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A ground-ivy, Glechoma hederacea, Dsc.4.125, Plin.HN24.135. II = ἰχθυοθήρα, ib.25.116. 2 = κισσός, ib.16.152.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίκισσος: ὁ, κισσός ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἐξαπλούμενος, Διοσκ. 4. 126, Πλίν. 16. 62, κτλ. ΙΙ. εἶδος κυκλαμίνου ὁ αὐτ. 25. 69.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
βοτ.
1. είδος κισσού που απλώνεται στο έδαφος
2. είδος κυκλάμινου
3. το φυτό γλήχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + κισσός.