χαλαστήρια: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_1) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰλαστήρια''': (ἐξυπακ. σχοινία), σχοινία δι’ ὧν κατεβιβάζετο ἡ καταρρακτὴ [[θύρα]] ἢ καταπακτὴ (κοινῶς «κλαβανή»), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνασπαστήρια, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 78· πρβλ. σχαστήρια. | |lstext='''χᾰλαστήρια''': (ἐξυπακ. σχοινία), σχοινία δι’ ὧν κατεβιβάζετο ἡ καταρρακτὴ [[θύρα]] ἢ καταπακτὴ (κοινῶς «κλαβανή»), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνασπαστήρια, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 78· πρβλ. σχαστήρια. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὰ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χαλαστήριο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. σχοινία), τά,
A ropes for letting down a portcullis, opp. ἀνασπαστήρια, App.BC4.78: cf. σχαστήρια.
German (Pape)
[Seite 1327] τά, sc. σχοινία, Seile zum Niederlassen einer Fallthür, App. Civ. 4, 78.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλαστήρια: (ἐξυπακ. σχοινία), σχοινία δι’ ὧν κατεβιβάζετο ἡ καταρρακτὴ θύρα ἢ καταπακτὴ (κοινῶς «κλαβανή»), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνασπαστήρια, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 78· πρβλ. σχαστήρια.
Greek Monolingual
τὰ, Α
βλ. χαλαστήριο.