τολμητίας: Difference between revisions
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
(6_19) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τολμητίας''': -ου, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[τολμητής]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 235, Ἀγαθίας ἐν Ἱστ. 1, σ. 14D, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τολμητίας]]· [[προπετής]], [[αὐθάδης]], [[ὑπὲρ]] τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν ἐπιχειρῶν». | |lstext='''τολμητίας''': -ου, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[τολμητής]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 235, Ἀγαθίας ἐν Ἱστ. 1, σ. 14D, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τολμητίας]]· [[προπετής]], [[αὐθάδης]], [[ὑπὲρ]] τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν ἐπιχειρῶν». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[τολμηρός]] [[άνθρωπος]], [[τολμητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τολμητής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = τολμητής, Com.Adesp. 1166, Adam.1.7, Agath.1.4, 4.27.
German (Pape)
[Seite 1126] ὁ, = Vorigem, Agath.
Greek (Liddell-Scott)
τολμητίας: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ τολμητής, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 235, Ἀγαθίας ἐν Ἱστ. 1, σ. 14D, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τολμητίας· προπετής, αὐθάδης, ὑπὲρ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἐπιχειρῶν».
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
τολμηρός άνθρωπος, τολμητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τολμητής + κατάλ. -ίας].