τρισευκλεής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(6_7)
 
(42)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισευκλεής''': -ές, [[πάνυ]] [[εὐκλεής]], τρισένδοξος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τόμ. 8, μέρ. 2, σελ. 163.
|lstext='''τρισευκλεής''': -ές, [[πάνυ]] [[εὐκλεής]], τρισένδοξος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τόμ. 8, μέρ. 2, σελ. 163.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜ<br />[[τρισένδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εὐκλεής]] «[[ένδοξος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισευκλεής: -ές, πάνυ εὐκλεής, τρισένδοξος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τόμ. 8, μέρ. 2, σελ. 163.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ
τρισένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐκλεής «ένδοξος»].