φωτολαμπής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(6_7) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωτολαμπής''': -ές, ὁ λάμπων ἐκ τοῦ φωτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8802. | |lstext='''φωτολαμπής''': -ές, ὁ λάμπων ἐκ τοῦ φωτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8802. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λάμπει από το φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρι</i>-[[λαμπής]], <i>φλογο</i>-[[λαμπής]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A blazing with light, κλίμακες Zos.Alch.p.108 B.
German (Pape)
[Seite 1323] ές, lichtglänzend, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
φωτολαμπής: -ές, ὁ λάμπων ἐκ τοῦ φωτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8802.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που λάμπει από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι-λαμπής, φλογο-λαμπής].